- αγγελτήριο
- το μικρό έντυπο με το οποίο αναγγέλλεται γάμος, βάφτιση, θάνατος κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγελτήριο — το [αγγέλω] έντυπο που αναγγέλλει κάποιο κοινωνικό γεγονός (βάφτιση, γάμο, κηδεία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
αναγγελία — η (Α ἀναγγελία) [ἀναγγέλλω] νεοελλ. 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση 2. αγγελτήριο γράμμα ή έντυπο αρχ. δημόσια ανακήρυξη ή προκήρυξη … Dictionary of Greek
νεκρώσιμος — η, ο (ΑΜ νεκρώσιμος, ον) [νέκρωσις] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό («νεκρώσιμη ακολουθία» ειδική ιερή ακολουθία που αποτελείται από κατανυκτικά τροπάρια, ευχές και ψαλμούς και τελείται κατά την κηδεία νεκρού) νεοελλ. 1. νεκρικός… … Dictionary of Greek
ειδοποίηση — η 1. προφορική ή έγγραφη γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία. 2. το έγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κάποιος, ειδοποιητήριο, αγγελτήριο: Πήρα σήμερα ειδοποίηση από την εφορία. 3. δημόσια αγγελία με πληρωμή ή όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρώσιμος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο νεκρό: Νεκρώσιμη ακολουθία. 2. το ουδ. ως ουσ., νεκρώσιμο αγγελτήριο θανάτου ή κηδείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)